- λύκινος
- -η, -ο (Μ λύκινος, -ίνη, -ον) [λύκος]αυτός που προέρχεται από λύκο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λυκῖνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυκίνου — Λύκινος masc gen sg Λυκί̱νου , Λυκῖνος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυκίνῳ — Λύκινος masc dat sg Λυκί̱νῳ , Λυκῖνος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυκῖνε — Λυκῖνος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυκῖνον — Λυκῖνος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Lykinos (Töpfer) — Lykinos (Λυκινος) war ein griechischer Töpfer, der in der Mitte und im 3. Viertel des 5. Jahrhunderts v. Chr. in Athen tätig war. Der attische Töpfer Lykinos ist lediglich durch ein signiertes, in Ampelokepoi aufgefundenes, schwarz gefirnisstes… … Deutsch Wikipedia
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek